τελωνίς

τελωνίς
(-ίδος) η таможенное судно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τελωνίς" в других словарях:

  • τελωνίδα — και λόγιος τ. τελωνίς, η, Ν ναυτ. πλοιάριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα από τις τελωνειακές αρχές για την κατά θάλασσα δίωξη τού λαθρεμπορίου και σήμερα χρησιμοποιείται για τις μετακινήσεις τών τελωνειακών υπαλλήλων από και προς τα πλοία.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»